Το Παράδοξο του Χρόνου

Αναλύοντας το Παράδοξο του Χρόνου - Προϊόντα της Φύσης


Παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μια αίσθηση γραμμικότητας, ένας παγιωμένος νόμος αιτιότητας. Ή μήπως όχι; Είναι δυνατόν να αλλάξουμε το παρελθόν; Είναι δυνατόν το μέλλον και όσα δεν έχουν ακόμα συμβεί, να επηρεάζουν με παράδοξους τρόπους το παρόν μας; «Ισως», είναι η απάντηση που μας προσφέρουν τα σχετικά παραψυχολογικά ευρήματα!

Της Μαριλένας Αβραάμ-Ρέπα 

 «Tι θα συνέβαινε αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να επιδράσουμε καταλυτικά σε αυτό που θεωρούμε ως «παρελθόν»;», αναρωτιέται ο W. Braud (2000). «Η ιδέα αυτή ακούγεται μάλλον εξωφρενική», συμπληρώνει, «όμως μια σωρεία ευρημάτων φαίνεται να την επιβεβαιώνει» (Braud, 2000). Ακολούθως, δυο τομείς παραψυχολογικής έρευνας έρχονται να φωτίσουν την παράδοξη αυτή περιοχή της οπισθοδρομικής χρονικής επίδρασης: Η μελέτη της ψυχοκίνησης και της εξω-αισθητηριακής αντίληψης.

Επιδρώντας στο παρελθόν: Οπισθοδρομική Ψυχοκίνηση (retro-pk)

Η έννοια της ψυχοκίνησης αναφέρεται στη συνειδητή ή ασυνείδητη ανθρώπινη επίδραση επί ενός συστήματος με μη «φυσικά» (ή συμβατικώς γνωστά) μέσα, με αποτέλεσμα μια αλλαγή στη λειτουργία, σύσταση ή κατάστασή του (Irwin & Watt, 2007).

Πιο συγκεκριμένα, το φαινόμενο διακρίνεται στη μάκρο και μίκρο – ψυχοκίνηση (macro/ micro-pk), με την πρώτη κατηγορία να περιλαμβάνει ευρείας κλίμακας «ορατά» φαινόμενα, όπως είναι το «νοερό» λύγισμα κουταλιών, η κίνηση μιας πυξίδας με «τη σκέψη» ή η θεραπεία ασθενειών μέσω της προσευχής και του διαλογισμού, και τη δεύτερη κατηγορία να περιγράφει τις περιπτώσεις υποδόριας επίδρασης επί ορισμένων (ηλεκτρονικών, μαγνητικών, κ.α.) συστημάτων, η οποία και απαιτεί εφαρμογή στατιστικών μεθόδων προκειμένου να εξακριβωθεί (Irwin & Watt, 2007).

Στο πλαίσιο αυτό, το 1971, ο Helmut Schmidt, θεωρητικός φυσικός, προβαίνει σε μια εντυπωσιακή και παντελώς παράδοξη παρατήρηση. Πιο συγκεκριμένα, με τη βοήθεια ενός γεννήτορα τυχαίων αριθμών, παράγει και καταγράφει σε μια κασέτα μια σειρά από τυχαίες δυαδικές ακολουθίες του ενός και του μηδενός, ενώ κανείς, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, δεν είναι παρόν. Μετά από αρκετή ώρα, το καταγεγραμμένο υλικό αναπαράγεται στα πλαίσια ψυχοκινητικού πειράματος, και τα υποκείμενα καλούνται να επηρεάσουν ψυχοκινητικά την συσκευή προς μια ορισμένη κατεύθυνση (Braud, 2000).

Σημειώνουμε πως, καθώς η κασέτα είναι προ-εγγεγραμένη, η αλληλουχία των ψηφίων αναμένεται να είναι συγκεκριμένη και –λογικά- να μην επιδέχεται αλλαγών. Εντούτοις, το 1976 ο ίδιος ερευνητής ανακοινώνει πως τα υποκείμενα επηρέασαν την προ-παραχθείσα ακολουθία διαδικών αριθμών, επιδρώντας ψυχοκινητικά στο… παρελθόν! (Braud, 2000).

Συνεχίζοντας, σε παρόμοια ευρήματα έχουν καταλήξει έρευνες στις οποίες τα υποκείμενα καλούνταν να επιδράσουν νοητικά σε αναπνευστικές, καρδιολογικές και άλλες φυσιολογικές καταγεγραμμένες μετρήσεις, που είχαν όμως συμβεί στο παρελθόν (Braud, 2000).

Συνοψίζοντας, η περιπλοκότητα του ζητήματος έγκειται στο γεγονός πως οι ερευνητές που είχαν αποθηκευμένες και φυλαγμένες σε ασφαλή και μη προσβάσιμο χώρο αρκετές κόπιες των αρχικών, «απαρατήρητων» δεδομένων, με στόχο την μεταγενέστερη σύγκριση, βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν αντιλήφθηκαν πως το πρωτογενές εκείνο υλικό (παρελθόν), συμφωνούσε με το επακόλουθο πειραματικό υλικό (μέλλον) (Braud, 2000).

Πιθανές ερμηνείες

Βάσει των παραπάνω, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αναφορικά με το κατά πόσον τα εκάστοτε υποκείμενα όντως μετέβαλαν το εκάστοτε υλικό ή κατά πόσον απλά «μάντεψαν» τα σχετικά προπαραχθέντα μοτίβα. Στην δεύτερη περίπτωση, μιλάμε για το λιγότερα «εξωτικό», αλλά περισσότερο λογικοφανές φαινόμενο της μαντείας ή ενόρασης (Irwin & Watt, 2007). Στην πρώτη περίπτωση, από την άλλη πλευρά, αναφέρονται δυο πιθανές εκδοχές: Είτε τα υποκείμενα τροποποίησαν το παρελθόν, αλλάζοντας την αρχική σύσταση των γεγονότων, είτε τα υποκείμενα δεν τροποποίησαν την παρελθοντική κατάσταση των γεγονότων, αλλά αντίθετα, η μεταγενέστερη υποκειμενική βούληση, προσδοκίες ή συνειδητότητα, ήταν αυτή που δημιούργησε τα παρελθόντα γεγονότα εξ’ αρχής!

Στο σημείο αυτό, ο ίδιος ο Schmidt (1993), αλλά και ο Braud (2000) φαίνονται να τάσσoνται υπέρ της δεύτερης ερμηνείας, υποστηρίζοντας πως «δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Υπό την έννοια αυτή ό,τι έγινε έγινε. Αν, για παράδειγμα, ένα χαρτί είναι διάτρητο, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τις τρύπες! Αυτό που μπορούμε, όμως, να κάνουμε είναι να καθορίσουμε στο “εδώ και τώρα” εάν το χαρτί αυτό θα ήταν ή δεν θα ήταν διάτρητο εν τη γεννέσει του! Με λίγα λόγια, οι παρούσες δυναμικές επηρεάζουν τις πιθανότητες εμφάνισης ή απουσίας ενός γεγονότος. Συνεπώς, τα παρελθόντα γεγονότα λειτουργούν σαν να «προαισθάνονται» τι θα κάνουμε αργότερα, και να προσαρμόζονται αναλόγως».

Συμπερασματικά, πιθανώς η ψυχοκίνηση να λειτουργεί με βάση τους κβαντικούς νόμους, επηρεάζοντας μόνο τις πιθανότητες των εν δυνάμει αποτελεσμάτων, αφήνοντας ανέπαφες τις έννοιες της ενέργειας, της συμμετρίας ή της ορμής, και προϋποθέτοντας μια κατάσταση προθύστερης μη παρατήρησης, δηλαδή «αβεβαιότητας» (Schmidt, 1993). Υπό την έννοια αυτή, πολλοί θεωρητικοί συμπεραίνουν πως η στιγμή της παρατήρησης ενός συμβάντος είναι σπουδαιότερη από την αρχική στιγμή της γέννησής του, επιδρώντας καταλυτικά στην τελική του «δομή» (Hootkooper, 2002). Από την άλλη πλευρά, αναπάντητα παραμένουν ερωτήματα όπως «Τι συνιστά “παρατήρηση”», ή «Ποιος είναι ο τελικός “παρατηρητής”;» (Hootkooper, 2002).

Το μέλλον επιδρά στο παρόν: Πρόγνωση και προαισθήματα

Συνεχίζοντας, ο δεύτερος σχετικός τομέας έρευνας είναι αυτός της εξω-αισθητηριακής αντίληψης, και ειδικότερα της πρό-γνωσης και προ-αίσθησης (Radin, 2000).

Στο πλαίσιο αυτό, η πρό-γνωση, θεωρούμενη ως συνειδητή γνωστική δραστηριότητα, (precognition) αναφέρεται στην «ανώμαλη» γνώση ενός επικείμενου συμβάντος που δεν μπορεί- λογικώς- να προβλεφθεί ή να εξηγηθεί με «φυσικά μέσα» (π.χ. ένα όνειρο που παρέχει σαφείς πληροφορίες για το μέλλον, ή ένας χρησμός). Από την άλλη πλευρά, το προ-αίσθημα (premonition), αναφέρεται επίσης σε ένα μελλοντικό, μη λογικά προβλέψιμο γεγονός, αφορά όμως στην συναισθηματική/ βιωματική του πρόσληψη (π.χ. ανεξήγητη αγωνία) (Bem, 2011).

Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηριστική είναι μια σειρά πειραμάτων του Klintman (1983-84), στα οποία ο χρόνος αντίδρασης των υποκειμένων (παρόν) σε ένα έργο αναγνώρισης χρωματικών κηλίδων (Stroop Task), μειωνόταν (αντιδρούσαν, δηλαδή, γρηγορότερα) όταν μετά την παρουσίαση και αναγνώριση του χρώματος των κηλίδων αυτών, παρουσιαζόταν βιαστικά σε μία καρτέλα το σωστό όνομα των κηλίδων (μέλλον), σε σχέση με τη συνθήκη κατά την οποία το -μεταγενέστερα παρουσιαζόμενο- όνομα δεν ήταν το σωστό. Με λίγα λόγια, το φαινόμενο αυτό περιγράφει μια χρονικά αντίστροφη επίδραση του μέλλοντος στο παρόν (Braud, 2000)!

Συνεχίζοντας, το παράδοξο της όλης υπόθεσης αφορά στη διάσταση του χρόνου (βλ. παραβίαση γραμμικότητας), καθώς και στην παραβίαση της συμβατικής αρχής της αιτιότητας, σύμφωνα με την οποία το αίτιο προηγείται πάντοτε του αποτελέσματος (Schmidt, 1993).

Πιο συγκεκριμένα, ένα γεγονός μπορεί να θεωρηθεί ως το «αίτιο» που γεννά ως «αποτέλεσμα» μια σειρά από πληροφορίες αναφορικά με τη φύση του (όπως το που, πότε και γιατί συνέβη). Υπό την έννοια αυτή, εάν κάποιος αποκτήσει πρόσβαση σε μελλοντικές και –επί του παρόντος- ανύπαρκτες πληροφορίες (αποτέλεσμα), τότε το αίτιο (μελλοντικό γεγονός) φαίνεται πως έπεται, δρώντας αντίστροφα στο χρόνο (Schmidt, 1993). Με άλλα λόγια, ενώ η πρό-γνωση και το προ-αίσθημα συνιστούν προ-ληπτικές λειτουργίες, είναι δηλαδή φαινόμενα που προηγούνται της εμφάνισης ενός μελλοντικού γεγονότος, το ίδιο το μελλοντικό γεγονός φαίνεται να ασκεί μια οπισθοδρομική επίδραση στο παρόν (Irwin & Watt, 2007).

Εναλλακτικά, μια διαφορετική θεωρία υποστηρίζει πως η πρόγνωση ίσως να στηρίζεται σε έναν μεικτό μηχανισμό (τυχαίας) «πρόβλεψης» ενός μελλοντικού γεγονότος, το οποίο και ύστερα συμβαίνει μέσω ενός μηχανισμού ψυχοκινητικής επίδρασης του υποκειμένου (Schmidt, 1993).

Συμπεράσματα

Καταλήγοντας, τα παραπάνω δεδομένα μοιάζουν, καταρχήν, να θίγουν ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο Dean Radin (2000), υπογραμμίζει πως η διαδεδομένη υπόθεση πως το αίτιο προηγείται του αποτελέσματος, είναι γενικώς χρηστική, αλλά όχι απόλυτη, καθώς αντίστοιχα ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη και μιας εναλλακτικής –οπισθοδρομικής- αιτιότητας, με το αίτιο να έπεται του αποτελέσματος! Επιπλέον, ο ίδιος μελετητής αποφαίνεται πως ευρήματα όπως τα εν λόγω, τείνουν να επιβεβαιώνουν εμπράκτως διάφορες «εξωφρενικές» υποθέσεις της θεωρητικής φυσικής και σε μακρο-κοσμικό επίπεδο.

Υπό την ίδια έννοια, διάφορα άλλα «ανεξήγητα» φαινόμενα όπως αυτά της συγχρονικότητας αλλά και του déjà vu, θα μπορούσαν ίσως να εξηγηθούν με επιστημονικούς όρους, υπό την προϋπόθεση μιας σφαιρικότερης θέασης του χρόνου και της αιτιότητας (Braud, 2000∙ Radin, 2000).

Από την άλλη πλευρά, πριν προβούμε σε κάποιο συμπέρασμα, πρέπει να έχουμε κατά νου πως πολλές απόπειρες επανάληψης των σχετικών πειραμάτων έχουν αποτύχει πολλάκις(Braud, 2000). Επιπρόσθετα, πολλοί ερευνητές κατακρίνουν τις σχετικές έρευνες για σαθρό μεθοδολογικό υπόβαθρο, ή απόκρυψη διαψευστικών ευρημάτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων (Irwin & Watt, 2007). Οπως και να έχει, όλα τα παραπάνω φαίνονται ικανά να διαταράξουν τη δεδομένη κοσμοθεωρία μας, γεννώντας κομβικά ερωτήματα για τη φύση, τους περιορισμούς αλλά και τις δυνατότητες της «πραγματικότητας», καθώς και για την επίδραση που ασκούν οι παρούσες προσδοκίες και αποφάσεις μας στο μέλλον, αλλά και στο παρελθόν!

 

Αναφορές
Bem, D. J. (2011). Feeling the future: Experimental evidence for anomalous retroactive influences on cognition and affect. Journal of Personality and Social Psychology , 1-19.

Braud, W. (2000). Wellness implications of retroactive influence: Exploring an outrageous hypothesis. Alternative Therapies in Health and Medicine , 6 (1), 37-48.

Hootkooper, J. M. (2002). Arguing for an observational theory of paranormal phenomena. Journal of Scientific Exploration , 16 (2), 171–185.

Irwin, H. J., & Watt, C. A. (2007). An introduction to parapsychology. North Carolina: McFarland&Company, Inc., Publishers.

Radin, D. (2000, 07 31). Time-reversed human experience: Experimental evidence and implications. Ανάκτηση 2014, από Esalen Draft.

Schmidt, H. (1993). Non-causality as the earmark of psi. Journal of Scientific Exploration , 7 (2), 125-132.

 

Who is Who: Η Μαριλένα Αβραάμ-Ρέπα είναι ψυχολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών) με μεταπτυχιακό στην «Υπερπροσωπική Ψυχολογία και Σπουδές Συνειδητότητας» από το πανεπιστήμιο του Northampton στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο κλάδος της ειδικεύεται σε επιστημονικά, και συχνά περιθωριοποιημένα, ζητήματα όπως η παραψυχολογία και η πνευματικότητα, αλλά και σε πιο συμβατικά, όπως οι σύγχρονες νευροψυχολογικές προσεγγίσεις και η φιλοσοφία του νου.

Comments